- ἄρρευστος
- ἄρρευστος, ον,A without flux or change, Dam. ap. Simp.in Ph.644.32, Eustr.in EN50.25.II not flowing, Sch.A.Ch.185 (v.l.ἄγευστος); not fusible, Ps.-Democr.Alch.p.45 B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
άρρευστος — ἄρρευστος, ον (AM) [ρευστός < ρέω] ο αναλλοίωτος … Dictionary of Greek
ἄρρευστος — without flux masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρεύστως — ἄρρευστος without flux adverbial ἄρρευστος without flux masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρρευστον — ἄρρευστος without flux masc/fem acc sg ἄρρευστος without flux neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρεύστου — ἄρρευστος without flux masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρεύστους — ἄρρευστος without flux masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρρευστα — ἄρρευστος without flux neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρρευστοι — ἄρρευστος without flux masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)